- ψιλοτραγουδώ
- ψιλοτραγουδάω μετ. , αμετ. петь (напевать) тихим голоском
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιλοτραγουδώ — και ψιλοτραγουδάω τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοτραγουδώ — Ν τραγουδώ με λεπτή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό * + τραγουδώ] … Dictionary of Greek
ψιλοτραγούδημα — το, Ν [ψιλοτραγουδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοτραγουδώ … Dictionary of Greek
ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… … Dictionary of Greek